πολφοβελόνη

πολφοβελόνη
η, Ν
ιατρ.
1. λεπτή βελόνη με αιχμές, που χρησιμοποιείται για την αφαίρεση τού πολφού
2. ριζικός σωλήνας τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολφός + βελόνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολφουλκός — ο, Ν η πολφοβελόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολφός + ουλκός (< ελκός < ἕλκω), πρβλ. κοχλι ουλκός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”